- πεισμάτωμα
- το [πεισματώνω]το αποτέλεσμα τού πεισματώνω, το να γίνεται κανείς πείσμονας ή το να κάνει κάποιον για να πεισμώσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεισμάτωμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πεισματώνω, ισχυρογνωμοσύνη, έντονη εμμονή σε μια γνώμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πείσμωμα — το [πεισμώνω] το αποτέλεσμα τού πεισμώνω, το πείσμάτωμα … Dictionary of Greek
πείσμωμα — το βλ. πεισμάτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικάρισμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πικάρω, πείραγμα, πεισμάτωμα: Του έκανες απαράδεχτο πικάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούρκισμα — το, ατος 1. απαγχονισμός, κρέμασμα, κρεμάλα, φούρκα. 2. εξόργιση, άναμμα θυμού χωρίς εκδηλώσεις παραφοράς, πεισμάτωμα, πικάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)